- προεσάξαντο
- προεσάξαντο , προεισάγωbring inaor ind mid 3rd pl (epic doric ionic aeolic)προεσά̱ξαντο , προεισάγωbring inaor ind mid 3rd pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προεισάγω — ΝΑ [εἰσάγω] εισάγω εκ τών προτέρων αρχ. 1. φέρνω, οδηγώ κάποιον κάπου προηγουμένως («ἐπὶ τὴν χώραν τάδελφοῡ προεισαγομένου», επιγρ.) 2. (σχετικά με σύγγραμμα) παρουσιάζω ή περιγράφω αρχικά («ἐν τοῡτῳ δέ, δωδεκάτῳ τῶν παραλλήλων ὄντι βίων, τὸν τοῡ … Dictionary of Greek
προσάσσω — Α στοιβάζω εκ τών προτέρων («προεσάξαντο σιτία ἐτέων κάρτα πολλῶν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σάσσω «στοιβάζω»] … Dictionary of Greek